- μετενσωμάτωση
- η (Α μετενσωμάτωσις) [μετενσωματώνω](για την ψυχή) η μετάβαση σε άλλο σώμα, η μετενσάρκωση, η μετεμψύχωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μετενσωμάτωση — η η μετεμψύχωση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετένδεσις — μετένδεσις, ἡ (Α) [μετενδούμαι] μετεμψύχωση, μετενσωμάτωση … Dictionary of Greek
μετεμψύχωση — η (ΑΜ μετεμψύχωσις) [μετεμψυχώνω] 1. (γενικά) μετάβαση τής ψυχής από ένα σώμα σε άλλο, μετενσωμάτωση, μετενσάρκωση 2. (ειδικά) (φιλοσ.) δοξασία τών αρχαίων Αιγυπτίων από την οποία επηρεάστηκαν οι Ορφικοί και οι Πυθαγόρειοι και κατά την οποία η… … Dictionary of Greek